putting (English)
Frequency: 14
Translations:
- Ἑλληνική : ἐνθεὶς (1), στυφελοῖς (1), ἐτίθη (1), ἀποκτεῖναί (1), αὑτῶν (1), ἀνάγοντα (1), ἀδίκως (1), βουλὴν (1), λαβόντα (1), ὑποβαλλόμενοι (1), ὀχμάζεται (1), περιθέμενος (1), μεταβαλόντες (1)
- English : he holds and harnesses (1)