punish (English)
Frequency: 24
Translations:
- Ἑλληνική : τίνεσθαι (1), κολάζειν (5), κολάζητε (1), ἐτιμωρήσατο (1), χρῆσθέ (1), τιμωρήσασθαι (1), τιμωρούμενοι (1), τιμωρεῖσθε (1), τιμωρεῖσθαι (1), κολάζοντας (1), τιμωρήσομαι (1), κολάσ᾽ (1), τεισαίμεθ᾽ (1), κολᾷ (1), δώσεις (1), δίκην (2), ζημιοῖ (1), κολαζόμεσθα (1), ζημίαν ἐπέθεσαν (1)