proved
(English)
Frequency: 36
Translations:
- Ἑλληνική : ἄσωτον (1), ἐξελέγχεσθαι (1), ἔδειξεν (1), γεγονότος (1), ἀποδεικνύντος (1), ἀπεδείξαμεν (1), ἀποδέδεικται (2), ὡς (3), ἐλεγχόμενος (1), ἐλεγχθέντα (1), ἐφαίνετο (1), ἐξελεγχθέντ᾽ (1), γενέσθαι (2), σημεῖον (1), ἐξελέγξωσι (1), φανερὸν (1), δεδεῖχθαι (1), δῆλον (1), δεικνύμενα (1), ἀπεδείχθη (1), δέδεικται (1), δειχθείη (1), δείκνυται (1), ἐδείξαμεν (1), ἀποδεικνύναι (1), ὅτι (1), γέγονεν (1), ἀρκέσας (1), κατάδηλος ἐγένετο (1)
- 中文 : 展 现 了 (1)
- Latin : scires (1)
- italiano : questo avresti detto (1)