prosecution
(English)
Frequency: 75
Translations:
- Ἑλληνική : ἀγῶνος (1), ἐξεμίσθωσε (1), κατηγορίᾳ (1), κρίσιν (1), δίωξις (1), κατήγοροι (4), ταῦτα (2), κατηγόρων (2), κατηγόρει (1), τούτους (3), ἐργασάμενον (1), οὗτοί (1), τούτων (2), εἰκότερον (1), μὴ (2), καθίστανται (1), κατηγορηθέντων (1), ἀναποκρίτως (1), κατηγορίαν (2), διώκων (2), διώκοντι (1), διώκοντες (1), τοῦτο (2), κατηγόρου (2), διεπράξαντο (1), οὗτοι (6), τούτῳ (1), τούτοις (5), μηνυτῇ (1), κατήγορος (1), λόγος (1), διώκοντα (1), φασὶ (1), ἄνδρα (1), χρῆσθαι (1), διδάσκετε (1), κατηγοροῦσι (1), διομοσαμένους (1), κατηγόρους (1), ἃ (1), κατηγοροῦντος (2), κατηγορίας (1), νόμου (1), ἀπέφαινον (1), κατηγόρουν (1), ὅπου (2), ταύτης (1)
- Latin : reus (4)