persuaded (English)
Frequency: 32
Translations:
- Ἑλληνική : ἔπεισε (1), ἀνέπεισεν (2), πεισθεῖσα (1), ἔπειθον (1), ἔπεισα (1), ἐπείσθης (1), ἔπεισας (1), πίθεσθε (1), ἐπεπείκει (1), πείσας (3), πεισάντων (1), πειθόμενοι (1), ἐπείσθητε (1), πεπεισμένων (1), πείθοντες (1), πείσωσιν (1), ἀναπείσας (1), ἀνέπεισας (1), ἀναπέπεικεν (1), συνέπεισε (1), συνέπεισεν (1), πέπεισται (1), πεπεισμένος (1), ἔπεισαν (1), πειθομένοις (1), πειθομένους (1)
- Latin : persuasit (2), persuadet (1)