might
(English)
Frequency: 160
Translations:
- Ἑλληνική : ἂν (35), μένει (2), εἴ (2), ὅπως (5), ἄν (26), ἀτη (1), Κράτος (1), σθένει (4), σθένος (1), μένος (1), τάχ᾽ (1), μὴ (7), ἵνα (7), σῴζεσθαι (1), ἐξεῖναι (1), ἐξημαρτηκότι (1), εἰ (2), μή (2), κἂν (2), χὤπως (1), ἵν᾽ (2), χἀτέραν (1), χειρὶ (1), ἐξῆν (3), βίην (1), μαλυς (1), εχιστενς (1), συνδιψῆν (1), τάχα (2), ἐξόν (1), θέσις (1), εἴδει (1), τις (1), οἷόν (1), ὑπομένει (1), τι (1), βίῃ (1), τὰ καρτερώτατα (1), κράτος (5), ἢ (1), ἐξὸν (1), ἐστιν (1), ἴωσι (1), ὡς (1), ἴσως (1)
- Latin : ut (2), possent (1), ne (1), maximi (1), curat (1), potuisse (1)
- English : powerful (1), mighty (1), perhaps (1)
- 中文 : 最 强 壮 的 (1), 力 气 (1)
- Ancient Egyptian : ṱ . t pḥ (1), ḏrˀ (1)
- Deutsch : könnte (1), möchte (1)
- Español : pudo (1)
- italiano : avrebbe dovuto (2), avrei potuto (2), poteva (1)
- Akkadian : e-mu-qi₂ (1), e-mu-qu (1)