men
(English)
Frequency: 572
Translations:
- فارسی : مردم (2), مردمان (2)
- Ἑλληνική : ἀρχὰς (1), ἀνήρ (4), ἄνδρας (43), οἱ ἄνδρες (3), ἄνδρες (34), αὐτοὺς (1), ἀνδρῶν (52), βροτῶν (9), παλιντρόποις (1), ὑπεράρας (1), φωτός (1), ἀνδράσι (6), βροτοῖσι (2), ναυτίλοις (1), σώφρονος (1), ἐξιχνεῦσαι (1), ἀνθρώπων (4), ἀνθρώπους (20), ᾳ (1), πέλοις (1), βροτοῖς (2), θνητοῖς (1), ἀνθρώποισιν (1), φωτῶν (2), κένανδρον (1), ἀχρημάτοισι (1), εὐψύχῳ (1), βροτοῖσιν (1), ἀνδράσιν (6), ἀνδρολέτειραν (1), ὃς (1), ἄνδρε (4), ἀνδροῖν (2), ἅνδρες (4), δυσδαίμονας (1), τις (5), ἀρσένων (1), ἄρσεσιν (1), βροτοί (1), φρονεῖν (1), ἄνθρωπος (1), τουτουὶ (1), ἀνθρωπίνων (2), ἄνθρωποι (18), τοὺς (7), τὸν (1), ἄνδρεσσι (1), ἀνὴρ (3), ἀδίκως (1), ταῦτα (2), ἀνθρώποις (16), νεκροῖς (1), ̣ (1), ἀνθρώπω (1), ἄνδρ᾽ (4), ἀνθρώποισι (3), κἀνθρώπων (1), παρεδέξατο (1), ἀγαθούς (1), βροτοὶ (1), κἀγαθοί (1), ὦνδρες (1), κἀνδράσιν (1), οὐδεὶς (1), γέροντας (1), κἀνόσιον (1), παρακύπτωμεν (1), ἐσθλοὺς (1), οἳ (2), οὗτος (1), στρατιῶται (1), οὓς (1), στρατιώτας (1), ἰδιωτῶν (1), τοιούτων (1), ὀψοφάγοι (1), πρακτικοὶ (1), μοχθηρία (1), τοῦτο (1), τι (1), οἱ (1), νέων (1), ἕκαστον (1), τινες (1), τινας (1), οὗτοι (1), ἄνθρωπον (1), ἀνέρες (2), φῶτας (2), ἀνθρώπους (1), φῶτες (1), λεώς (1), δ᾽ ἀνθρώπων (1), πάντες ὅσοι (1), ἕταροι (1), βροτοὺς (4), βροτοῖν (1), ἀνθρώποισιν (1), ἂνθρωποι (1), αὐτῷ (1), πρόσπολοι (1), αὐτόν (1), τοῖς (5)
- Latin : viri (1), homines (1), forte (1), viris (2), hominum (9), virōs (1), uiros (2), alii (1), exopinissent (1), vires (1), quis (1), famuli (1), uir (1), perditis (1), suas (1), frequentēs (2), virī (6), sociis (11), socios (1), omnes (2), viginti (1), virum (1), suos (1), viros (1), hominibus (2), milites (1), uiri (1)
- Português : homens (3), os homens (1)
- English : men (7), heroes (1), My friends (2), mortal (1), people (2), of men (1), when (1), my men— (1), their (1), man (7), ning (1), human (1)
- Español : hombres (1), los hombres (2)
- italiano : Come uomini (1), uomini (1)
- Ancient Egyptian : rmṯ . w (1), rmṯ (1)
- Deutsch : Menschen (1)
- български : предатели (1)
- français : humaines (1), hommes (2)
- Akkadian : gurusz gurusz_ (1), _gurusz gurusz_ (1), _gurusz_ (1)
- 中文 : 人 (2)