may
(English)
Frequency: 316
Translations:
- فارسی : کنم (1), کند (1), بادا (1), چه بسا (1)
- Ἑλληνική : ἂν (66), εὖ (3), ὅπως (21), ἄν (1), ἐπισκοπουμένην (1), μερίμνης (1), σβυς (1), εἴη (6), ποτ᾽ (1), ἀσφαλῆ (1), τρίβειν (1), τυχεῖν (1), ὀμματοστερὴς (1), λοιπὸν (1), γενοῦ (1), κατεύχομαί (1), κρατεῖταί (1), ἐποπτεύων (1), μάθητε (1), ποτινισομένα (1), ῥητόν (1), ῥητὸν (1), ἡγήσῃ (1), δωρήματα (1), αὖθ᾽ (1), ἀλεξητήριος (1), μὴ (16), μήποτε (1), νιν (1), εἴθε (2), χρὴ (1), ἔκτοθεν (1), ἐπιδέτω (1), ἄνατον (1), οὖν (3), σβυτοδόκοι (1), ἠέ (1), ἴδοιμ᾽ (1), ὑβρίζοντά (1), ἐπίδοι (1), μηδ᾽ (1), στυγίων (1), ἀποστεροί (1), ἵν᾽ (21), τ᾽ (1), τινὶ (1), εὔχεσθε (1), ὥσπερ (1), ἴσως (2), μάλιστα (1), ἵνα (17), εἰ (6), ξυνενεγκεῖν (1), ἐμωυτῶ (1), κἂν (2), ἐξολέσειεν (1), ἐπίδοιμι (1), ἔξεστί (1), μή (6), ξυμφέροι (1), γενήσεται (1), μὰ (1), γένοιτό (1), τὼ (1), κἀρχέδημος (1), μηδέ (1), ἀποφθερεῖ (1), νὴ (2), εἴθ᾽ (2), μήποτ᾽ (1), οἶσθα (1), πάσχοι (1), ἐξώλης (1), συγχαίρειν (1), τύχῃ (1), βέλτιστα (1), εἴ (1), ἀδικοῦσίν (1), ἐάν (1), ἔξεστι (1), δυνάμενον (1), πόρον (1), κωλύει (1), ἐνδέχεται (2), διωρίσθω (1), ὀφθαλμῷ (1), ἐξέστω (1), κωλύειν (1), ἐνδεχόμενον (1), ἀναγωγὴ (1), ᾖ (1), ψυχρόν (1), ἀντικειμένων (1), πάρεστι (1), ἔξεστιν (2), χρή (1), μὲν (1), ἐξεῖναι (1)
- Deutsch : muget (1), mag (1), dürfen (1)
- Latin : ignominiosaque (1), ut (2), dicacis (1), di (1), possit (1), possunt (2), quis (1), exopinissent (1), de (1)
- Español : podre (1)
- 中文 : 可 以 (1)
- English : is it possible (2), It’s necessary (1), shall (2), can (1), had (1)
- العربية : ربما (1)
- Akkadian : lu-ú (2), lu (2)