long (English)
Frequency: 189
Translations:
- فارسی : دراز (13), بلند (1), چند (4), کی (9), به چند (1), درازی (1), دير (1)
- Ἑλληνική : πάλαι (15), πολλῷ (2), ὕστερον (1), μῆκος (8), χρονίας (1), χρόνον (14), μακρὸν (8), χρονίζον (1), ἱμείρειν (1), μακρὰν (8), χρόνῳ (3), πολὺν (7), μακρᾶς (3), μακροῦ (3), μακρῷ (2), δαρὸν (1), πολυδρόμου (1), πολὺ (3), πολλὰ (1), ποθεινοτάτην (1), πολλῶν (1), μακρότερος (1), πάνυ (1), χρόνος (1), χρόνου (4), μακρούς (1), μακράν (1), μακρὰ (2), ἐπιθυμεῖς (1), ταναοδείρων (1), μακράς (1), ποθεινός (1), κατωνάκην (1), φάρυξ (1), χρονίους (1), ἡνίκ᾽ (1), πολλοῦ (6), ὅσον (1), προπαλαιπαλαίπαλαι (1), παχύ (1), ἀνατενῶ (1), ᾽ (1), ἕλκοντες (1), κιττῶντες (1), ποίου (1), ἔκοντο (1), ἕως (2), ἐπιθυμεῖν (1), δολιχαίωνες (1), μακρὸς (2), ἀρχαῖα (1), μάλα (1), μήκους (1), μακρά (1), προμήκης (1), μακραίωνι (1)
- Latin : longis (9), prolixam (1), prolixae (1), longo (1), prolixique (1), auctibus (1), Diu (1), diutina (1), diutissime (1), diutinum (2), procera (1)
- English : so long (1), extended to length (1), prolonged (1), long (1), extended (1)
- 中文 : 漫 长 (1)
- Deutsch : lang (1)
- Ancient Egyptian : ˁšˀy (1)