lived (English)
Frequency: 36
Translations:
- Ἑλληνική : ἐπιδεῖν (1), ζῶντα (1), εὐαίωνα (1), διαιτώμενον (2), ἔζη (1), ἐνοικήσασι (1), ἐβίωσαν (1), συνῴκει (1), ζῶντες (1), χρόνον (1), ᾤκησ᾽ (1), ζῶσαν (1), βιώσας (1), ξοντινγατ (1), ξυνῆν (1), τρίγωνον (1), ζῶν (1), βιῶναι (1), δεδαίαται (1)
- Latin : vivo (1), Erant (9), inhabitantium (1), morabatur (1)
- 中文 : 活 着 (1)
- English : swarming (1), dwelt (1), dwell sundered (1)