let
(English)
Frequency: 257
Translations:
- Español : lícito (1)
- Ἑλληνική : ἀνιεῖσι (1), πυρωθέντα (1), ὅπως (6), ἀρβύλας (2), εἶα (2), μεγασθενεῖ (1), αἰδόμενός (1), δ᾽ (1), ἀλλὰ (11), τῆσδε (1), οὖν (4), φέροι (1), θυμοπλη (1), ἴτω (5), τεθηγμένον (1), δράτω (1), λέξωμεν (1), νῦν (4), ἀφίημι (1), ἐμισθώθη (1), ἐπιτρέπειν (1), ἀλλ᾽ (27), αὐτὸ (2), ἐᾶν (1), σκοπεῖν (2), φέρε (6), ἐάσει (1), ἵνα (3), τοῦτο (1), ἀφιέντες (1), τούτων (1), ἐπιτρέψαιμι (1), μηδ᾽ (1), ἀπόφευξιν (1), μετὰ (1), κανηφόρος (1), εἶτ᾽ (1), εἴσομαι (1), δὴ (4), εἰ (4), ἐξοπτᾶτε (1), τρύμη (1), ἡμῶν (1), ἀφῆκας (1), ἄγε (2), δοῦναι (1), βροντάτω (1), φέρ᾽ (6), κατάρξῃ (1), τις (1), φράζομεν (1), διακονεῖς (1), καθῶμεν (1), φίλους (1), φέρων (1), δρᾶν (1), ἔα (5), μὴ (6), νυν (2), δείξει (1), εἶμι (1), ἀφήσω (3), καθέντα (1), ποτε (1), ἴθι (1), ἀφῇ (1), τήνδ᾽ (1), σοφοῖς (1), μή (1), ἔασον (2), βέλτιστον (1), ἐάσεις (2), παρήσω (1), πάρες (1), ἑρπέτω (2), βάδιζε (1), ἐῶ (1), ταυτηνὶ (1), ἴδωσιν (1), ὅμως (1), θώμεσθ᾽ (1), ἄγετε (1), ἐμοὶ (1), κᾆτ᾽ (1), ἐλσὼν (1), εἴη (1), σκέψομαι (1), εὐλαβεῖσθέ (1), ταυτὶ (1), ἴθ᾽ (1), πείσαις (1), σχοινίων (1), ἀνῶμεν (1), τἀκείνων (1), ἐμάνθανεν (1), λέγεθ᾽ (1), ἀφήσετον (1), εἶ (1), σφῷν (1), ἐγείρει (1), τάχιοτα (1), εἶς (1), ᾽ (1), ξυνευχόμεσθα (1), δοκεῖ (1), ἐλινύειν (1), ἀνῆλθες (1), ἐπίνομεν (1), τοίνυν (2), ξυζωσαμένας (1), παράδειγμ᾽ (1), ἴωμεν (1), ἐπισκοπεῖν (1), χαρέντα (1), ἔασόν (1), ἀφεῖσαν (1), δεικνύων (1), περὶ (1), ὑποκείσθω (1), λέξον (1), ἐκφρήσετ᾽ (1), ἵν᾽ (1), καθίμα (1), εὖ (1), ἀφήσεις (1), ὅπῃ (1), εἴ (1), ὁρίσασθαι (1), τετράδι (1), λέγωμεν (1), ὑποκειμένου (1), δῶκεν (1), ἐάσειν (1), ἀλλ᾽ αἰεὶ (1), ἔασε (1), ἕηκε (1), εἴασε (2), ἐρρέτω (1)
- Latin : ficta (1), neve (1), neu (2), condes (1), sit (1), ponas (1), habeam (7), vestros (1), genios (2), sine (1), extollit (1)
- English : dooms it (1), suffer (1), to allow (1), let her (1), So let (1)
- Deutsch : laßt (1)
- Croatian : sijoita (1)
- italiano : lasciò (1)