kindred
(English)
Frequency: 19
Translations:
- Ἑλληνική : συγγενῆ (2), δύσπεμπτος (1), φίλων (1), ὁμοσπόροις (1), γένει (2), δύστονα (1), συγγόνῳ (1), ὁμαίμων (1), ὅμαιμον (1), φανερὸς (1), σύντροφον (1), κοινοῦ (2)
- français : frère (1)
- русский : граждан (1)
- Ukrainian : семї (1)
- Belarusian : сям’і (1)