investigate (English)
Frequency: 19
Translations:
- Ἑλληνική : σκοπεῖν (2), καταλαμβάνειν (1), σκοπῶσιν (1), ζητεῖν (4), ἐζήτησαν (1), φυσιολογοῦντες (1), θεωρῆσαι (2), ἐπισκεψόμενος (1), σκοπούμενοι (1), περὶ (2), ἐπισκέψασθαι (1), σκεπτέον (1), σκοπεῖ (1)