innocent (English)
Frequency: 42
Translations:
- Ἑλληνική : ἀναίτιος (1), ἠδικηκότας (1), εὐσχήμονές (1), ἀδίκως (1), ἠδικηκότων (1), μετάστασιν (1), ἀδικοῦντας (1), ἀναιτίους (3), καθαρὸς (2), ἀναίτιον (1), ἀναμαρτήτους (1), ἁμαρτίαν (1), καθαροὺς (2), αἰτίας (1), μὴ (4), οὐδὲν (1), ὀργιζόμενος (1), ἀδικῶ (1), ἔνοχός (1), κακά (1)
- Latin : insontem (5), innoxio (2)
- English : innocent (3)
- فارسی : بیگناه (1)
- italiano : innocente (2), innocenti (2)