induced (English)
Frequency: 14
Translations:
- Ἑλληνική : πείσας (2), πείσαντας (1), ἐπείσθητε (1), ἐπείσθημεν (1), καταψεύδεσθαί (1), πεισθεὶς (1), ἐπείσθη (1), ἐπῆρε (1), ἀναπείσας (1), μᾶλλον (1)
- Latin : persuadet (1), inductus (1)
- English : he persuades (1)