hear
(English)
Frequency: 156
Translations:
- فارسی : بشنو (7), گوش کن (3), هوش (1), نیوش کن (1), شنو (2), بشنو از (1)
- Ἑλληνική : κλύειν (8), κλύοιμ᾽ (2), ἀκοῦσαι (14), ἀκοῦσαί (2), πεύσομαι (1), πεύθομαι (1), ἀκούειν (12), ἀκούετε (2), κλῦθ᾽ (1), ἀκούοντας (1), κλύοιτ᾽ (2), ἐπήκοος (1), ἄιε (2), κλύε (1), κλῦθὶ (1), κλῦτε (1), κλύεις (1), ἀκούων (4), ἄκουσον (3), κλύοντες (1), ἐπάκουσον (1), ἐπήκοοι (1), κλύοι (2), κλύουσα (1), μύθῳ (1), ἀκούσαθ᾽ (2), ἀίει (1), κλύει (1), κλύῃς (1), ἀκούσας (1), κλύουσαν (1), κλύετε (1), πύθησθε (1), ἀκούω (5), ἀκούουσ᾽ (1), μαθεῖν (1), κλύετ᾽ (1), κλῦθί (1), ἤκουσα (2), πιθοῦ (1), ἀκούσασαι (1), ἀκούσητε (1), ἀκροασαμένους (1), ἀκούσεσθε (1), ἀκούσωμεν (1), ἠκούσατ᾽ (1), λόγῳ (1), ἤκουσας (2), ᾔσθου (1), ἀμφί (1), πευσόμενοι (1), σὲ (1), ἀκροῴμην (1), μανθάνεις (1), ἀκούσει (1), αἰσθάνομαι (1), κατήκουσας (1), ἀκούεις (2), ἀκουστέα (1), ἀκούσῃς (1), λόγους (1), κλύεθ᾽ (1), ἀκούσῃ (1), χάσκῃς (1), ἤκουον (1), προλιρὼν (1), αἰσθανοίατο (1), περιχαρεῖς (1), αἴσθηται (1), δευρὶ (1), πυθώμεθ᾽ (1), εἴη (1), κατακούειν (1), δωροξενίας (1), ἀνάσχῃ (1), ἴδω (1), πυθοίατο (1), ἄκουε (2), ἀκούοιεν (1), δαήμεναι (1), ἀκούσατε (1)
- العربية : أسمع (1)
- Deutsch : höre (1)
- Latin : audies (1), audias (1), audienti (1)
- български : ще чуеш (1)
- English : listen (1), hearing (1)
- Akkadian : i-šem-mu-u (1)