has
(English)
Frequency: 218
Translations:
- Ἑλληνική : πρόσεστιν (1), παρεχομένῳ (2), ἔχει (2), εἰ (7), σα (1), ἔχειν (8), ἕξει (1), ἐξημείψατο (1), όν (1), λαβοῦσα (1), ἐξειργασμένον (1), ἔχοντ᾽ (1), ἔχων (4), πάλαι (2), ἐγένετο (3), γέγονε (1), πεπορνευμένος (1), μεμαρτυρῆσθαι (1), ἧς (1), ἐγὼ (1), εἰληφὼς (1), γεγένηται (4), μήπω (1), πάντες (1), οὐδεπώποτ᾽ (1), ἀπολέσαι (1), κεκτημένος (1), πάντων (1), μελετῶντες (1), πρῶτον (2), ἐγίγνετο (1), πραγμάτων (1), εἶχεν (2), ἀκηκόατε (1), ἥκω (1), πολλοῖς (1), ἅπαντες (1), ἤδη (2), ἔχοντας (1), ἐρεῖ (1), γενέσθαι (2), εἶχε (1), λόγων (1), τυγχάνει (1), νυν (1), τὸν (1), ἔχοντα (2), εἶχες (1), λαβεῖν (2), ἄκουσον (1), πέπονθεν (2), λάβῃ (2), ἐχομένη (1), οὐπώποτ᾽ (1), νὴ (1), χρῆν (1), ὅς (1), πρᾶγμα (1), εριτ (1), εἴρηται (2), αἰτίαν (1), μὲν (2), ἔχουσα (2), ἁπάντων (1), νῦν (1), μόνου (1), ἔχοι (1), ἂν (1), μόνον (1), ἔχον (5), ἔχῃ (1), ἔχοντος (2), γιγνομένῃ (1), ἐκ (1), πράγματος (1), ποιεῖ (1), ἄν (1), ἐχόντων (1), ὧν (2), πάσχειν (1), ἡμῖν (1), δυνάμενον (1), ἐπεὶ (1), γὰρ (1), χρόνον (1), ἐνίων (1), δοκιμασθῇ (1), ἦν (1), ἐστι (1), ἤν (1), ἥκει (1), ἔχει (1)
- Latin : dedit (1), habet (2), habuit (1), lux (1), est (1), habeat (1), se (1)
- English : he has (1), that has (1), has (4), hath (1), holds (2), manifest (1), faces (1), made (1), it has (1)
- Deutsch : ist (2), hatte (1), war (1), habe (1), hat (3)
- فارسی : است (4)
- Ainu : Possessing (1)
- Português : tenha (1)
- Coptic : ⲁ (1)
- Akkadian : i-szu-u2 (1)
- italiano : era (1)