guilty
(English)
Frequency: 46
Translations:
- Ἑλληνική : ἀναμπλάκητος (1), αἰτίοις (1), ἔνοχός (3), ἐκακούργησε (1), καταγνόντες (1), ἀδικεῖν (2), ἡμαρτηκόσι (1), τιμωρεῖσθαι (1), ἥμαρτον (1), ἀδικοῦντας (1), ἀδικεῖσθαι (1), ἔνοχοι (1), καταψηφίσησθε (1), αἰτία (1), αἴτιον (3), ἀδίκημα (1), ἀνόσια (1), ἔλεγχος (1), ἀπολυόμενον (1), ἀσεβοῦντι (1), κοινὰ (1), ἀφυλαξία (1), ἀναμάρτητον (1), αἴτιοι (1), ἐνόχους (2), ἀλιτηρίων (1), ὠφληκότα (1), εἰργάσθαι (1), τοσοῦτον (1), εἴργασμαι (1), αἴτιός (1), ἄνδρα (1), καταγνωσθέντος (1), καταγνῷ (1), καταγνοῦσα (1), ἔνοχον (1), φωνὴ (1)
- Latin : noxiae (1), nocentes (1)
- English : venomous (1)