forced (English)
Frequency: 37
Translations:
- Ἑλληνική : εἶμ᾽ (1), βιάζεται (1), βίᾳ (4), ἀνάγκην (1), ἀναγκαζόμενοι (3), βιαζόμενος (1), ἠναγκάσθην (1), βιασάμενος (1), ἀναγκάσας (1), ἠναγκάσθημεν (1), ἀνάγκῃ (1), ἠνάγκασεν (2), ἠνάγκασα (1), βίαν (1), ὀκταπλάσιον (1), στρατιάς (1), βίαιον (7), ἀναγκασθεὶς (1), ἀνάγκαισι (1)
- Latin : coegit (1), instantissime (2), cogeretur (1), cogerent (1)
- English : forced (1)