enrolled (English)
Frequency: 10
Translations:
- Ἑλληνική : κατεστησάμεθα (1), κατεστήσαμεν (1), ἐγγεγράψεται (1), καταλέγουσιν (1), ἐγγραφόμενοι (1), ἐνεγράφησαν (1), ἀπογραψαμένων (1), ἐξέρχονται (1)
- Latin : adulescentem (1)
- English : inscribed (1)