doing
(English)
Frequency: 70
Translations:
- Ἑλληνική : ποιεῦντες (2), ἔχει (1), μὴ (2), ποιεῖς (5), πράττειν (2), ποιεῖν (2), πράττει (1), οὐ (2), ἐποίησαν (1), ποιῆσαι (1), ποιήσαντες (1), πρᾶξαι (2), πράττεθ᾽ (1), δρῶσιν (1), πάσχεις (1), τί (1), ποιήσεις (1), ποιεῖ (2), δρᾷ (3), ποιήσω (1), ποιῶ (2), ποιοῦσιν (1), ποιῶν (4), πράττοντες (1), δράσω (1), πάσχετ᾽ (1), δρῶσ᾽ (1), προθυμοῦ (1), δρᾷς (1), δρῶ (1), ἐποίει (1), ποιοῦσι (1), δρῶντες (1), πράττῃ (1), ποιοῦντες (1), δρῶν (4), πράσσων (2), τὸ ποιεῖν (1), ἐπράττετο (1), ποιούσας (2)
- فارسی : عمل (1), کار (1), پیکرهای (1)
- Latin : triviis (1)
- 中文 : 做 出 (1)
- English : doing (1), coming (1)
- Deutsch : geht (1)