did
(English)
Frequency: 107
Translations:
- فارسی : کرد (3)
- Ἑλληνική : πότερον (2), πότερα (1), οὐκ (8), κακῆς (1), ἀπέκλαγξεν (1), οὔτι (1), μέλος (2), ἐπράξαμεν (1), ἔδρασας (1), πράξαντι (1), μή (1), ἀμηχανεῖν (1), πράξασιν (1), ἐρξάτην (1), ἔπραξαν (2), ἐποιήσατο (1), ἔπραξε (1), πράξας (1), ἔπραττεν (1), ἐποίει (3), μὴ (3), ἔργα (1), ἐποιήσατε (1), πεποίηκα (1), οὐδὲ (1), ἁμαρτών (1), δρῶν (1), δράσας (2), οὔτ᾽ (1), πράττων (1), ποίησα (1), ἐποίησας (1), οὐ (2), πεποίηκας (1), ἔδρασ᾽ (1), διηγρύπνησα (1), ἐποίεις (1), ἀλλ᾽ (1), εἴργασται (1), εἰργασμένος (1), πεποιηκότα (1), σὺ (1), πῶς (1), ἐποίησεν (1), ποιεῖν (1), ἤνυσα (1), οὐδέ (1), ἔπραττον (1), ἔδρων (1), ἐποίησε (1), ποιεῖσθαι (1), ἔδρασα (1), ἐποιήσατ᾽ (1), ὠφελῆσαν (1), δρῶντες (1), ἐποίουν (1), τόνδε πλέον (1), δυέσθην (2), ἔδρασαν (1), καλῶς φαίην (1), ἕπραττον (1), ποιήσειεν (2), ἐποίησαν (1), καθήρμοσα (1), δὴ (1), ἢ (1)
- Latin : geri (1), fecisse (1), egit (1), videretur (1), neque (1), fecit (1), faceret (1), Facit (1), facere (1)
- italiano : ha fatto (1)
- Ancient Egyptian : pˀ i . ir (1)
- Deutsch : waren (1)
- English : he did give (1), had performed (1), do (1), did (1)
- 中文 : 作 (1)
- Akkadian : e-pu-uš (1)