decided (English)
Frequency: 36
Translations:
- Ἑλληνική : ἐνομίζομεν (1), κριθήσεται (2), κεκύρωται (1), ἔδοξε (1), δεδογμένον (1), ἐδόκει (1), ἔδοξεν (6), βουλεύσαντα (1), ἔγνωσαν (3), δέδοκται (1), διώρισται (1), κρινομένους (1), γιγνώσκει (1), ἔκρινα (1), ἐγνωσμένους (1), δόξῃ (1), διωρισμένων (1), δεδογμένου (1), διαιρετέον (1), κρίνειν (1), ἔδοχσεν (1), ἔμελλε (1)
- English : had intended (1)
- Latin : constituit (3)
- Tamil : nichaychu (2)