daughter (English)
Frequency: 125
Translations:
- فارسی : دختر (1), دخترش (1)
- Ἑλληνική : θυγάτηρ (7), θύγατερ (11), θυγατρός (6), παιδὸς (1), κόρη (2), κόρα (2), κόρης (1), θυγατρί (2), θυγατέρα (8), θυγατρὶ (1), θυγατέρ᾽ (1), Ὀβριμοπάτρα (1), παῖ (3), τέκνον (1), παῖδ᾽ (2), παῖς (1), θυγατρὸς (2), αβσενξια (1), θυγατέρος (1), παῖδα (1), κούρη (2), κόρην (3), θύγατρα (1), τῇ θυγατρί (1), ἡ κόρη (1)
- Latin : filia (12), natam (1), ‘Filia (1), puellam (1), filiam (16), feminei (1), femina (1), nympha (1), in nympha (1)
- Ancient Egyptian : sˀ . t (3), Tochter (1)
- Deutsch : Tochter (2)
- Português : filha (2)
- English : daughter (3), ‘Daughter (1), the daughter (2)