common
(English)
Frequency: 87
Translations:
- Ἑλληνική : κοινὸν (18), δημοτικὰ (1), πτώσιμος (1), κέχρησθε (1), κοινή (1), κοινά (1), κοινῷ (2), κοινῇ (3), δείσῃς (1), κοινωνοῦμεν (1), κοινὴν (4), κοινῶν (4), μέσον (1), κοινοῦ (6), κοινὰς (1), ἀγοραίοις (1), παῖε (1), κοινόν (9), κοινὸς (1), υτριυσθυε (1), θυιδεμ (1), κοινὰ (4), κοινότερον (1), πολλῷ (1), πολλοὶ (1), κοινωνίαν (1), διαφορὰ (1), ] (1), ποί (1), τυχὸν (1), πανδάμους (1), κοινὴ (3), ξυνόν (1)
- فارسی : مشترک (1)
- English : ordinarily (1), is common (1), say collectively (1)
- Latin : volgo (1), pervulgata (1), commune (2), peruulgata (1)
- Español : común (1)