carried (English)
Frequency: 31
Translations:
- Ἑλληνική : περιφερόμενον (1), φέρομαι (1), ὅπῃ (1), ἁρπάσας (1), ἐποίησε (1), χειρουργήσασα (1), φέρει (2), φέρεις (1), ἤνεγκον (1), ἤνεγκας (1), φερεν (1), ἀναγάγωμεν (1), πῦρ (1), ἀπαγινέοντας (2), πέλασσε (3), ἐμβάλλειν (1), φερόμενος (1)
- Latin : vexisse (1), reportat (1), coniugio (1), tulit (1)
- English : took back (1), swept by (1), swept (1), came (1)
- Coptic : ⲁⲣⲉϥⲁⲓ (1)
- Akkadian : az-bi-il (1)