benefit (English)
Frequency: 29
Translations:
- Ἑλληνική : ὠφέλημα (1), ὠφέλει (1), κερδανεῖς (1), κέρδος (2), συνοίσειν (1), συνήνεγκεν (1), ἀγαθὸν (4), ὠφελεῖται (1), συμφέροντος (1), ὠφελείᾳ (1), χάριν (1), ὠφελούσαις (1), ὠφελείας (2), ὄφελος (1), εὖ (3), ἀγαθοῦ (1), ὠφέλειαν (1), ὠφέλησεν (1), ὠφελίᾳ (1)
- العربية : النعم (1)
- فارسی : سودمند (1)
- Deutsch : Nutzen ziehen (1)