believe
(English)
Frequency: 100
Translations:
- Ἑλληνική : ἐνομίζομεν (1), δοκεῖ (6), ἀληθῆ (1), πεποιθέναι (1), νομίζω (1), ὑπολαμβάνω (1), πιστεύειν (5), δοκῶ (4), ἐπιστεύετ᾽ (1), πιστεύσετε (1), οἶμαι (2), ἐνόμιζον (1), ἡγεῖτο (1), ἀπιστότερον (1), πιστεύσαντας (1), δοκοῦντα (3), πιστεῦσαι (2), πεῖσαι (1), πείθομαι (4), νομιεῖς (1), πείθει (2), πείσει (1), ταχύνειν (1), ἐπειθόμην (1), ἡγεῖ (1), οἰηθῇς (1), πίθῃ (1), πείθου (1), νομίζοις (1), τὤβυσσον (1), ἐνόμισας (1), πιθοῦ (2), δοκεῖς (1), Ξενοκλέης (1), οἴομαι (1), πείθεται (1), πίθωμαι (1), εὖ (1), οἴονται (1), νόμιζε (1), νομίζουσιν͵ (2), νομίζων͵ (2), δόξαζε (1), φαμὲν (1), δέδοκται (2), οἴεσθαί (1), ἡγοῖτο (1)
- Latin : credite (1), credo (1), crederem (1), Viderint (6), alii (1), exopinissent (6), credat (2), credi (1), credere (1), crede (2)
- English : know (1), I believe (1), put faith (1), faith (1), believe (1)
- فارسی : معتقدیم (1)
- Central Okinawan : シンズラレヨル (1)