ashamed (English)
Frequency: 21
Translations:
- فارسی : خجل (2)
- Ἑλληνική : αἰσχυνοῦμαι (1), αἰδεσθῇς (1), αἰδὼς (1), ᾐσχύνθη (1), αἰσχυνεῖται (1), ᾐσχύνετο (1), αἰσχύνοιντο (1), αἰσχύνομαι (2), αἰσχύνεσθαι (1), αἰσχυνόμενοι (1), ἐπαισχύνει (2), αἰσχύνῃ (1), αἰδοῦς (2)
- English : ashamed (1), shame (1)
- Latin : pudorem (1)