appointed
(English)
Frequency: 42
Translations:
- Ἑλληνική : ἐπέστησεν (1), τεταγμένα (1), κύριον (1), τέτακται (1), τεταγμένῳ (1), καθιστάμενοι (1), ᾑρημένους (1), πορείας (1), κατεστάθην (1), ἐπίσκοπος (1), καθίσταντο (1), ἔταξεν (1), τεταγμένος (1), κατέστησε (2), καταστῇ (1), καταστήσαντες (1), κατέστησαν (1), ἔχουσα̣ι̣ (1), καθεστηκότας (1), καταστήσας (1), αἶσα (1), ἀπέδειξε (1)
- Latin : praefecit (2), addixit (1), destinatam (1), constituta (1), constituit (1)
- български : повери командуването (2)
- Deutsch : ernannt (1)
- English : fated (2), apportioned (1)