am
(English)
Frequency: 111
Translations:
- فارسی : بود (1), باشم (2), ام (2)
- Ἑλληνική : δυσαλγεῖ (1), ὢν (1), τοιοῦτός (1), κύριός (1), μοι (1), εἰμὶ (3), τοῦδε (1), ἅπαντά (2), γάνυμαι (1), τὠμῷ (1), χρὴ (3), μέν (1), σιγᾶν (1), γυιοπέδαις (1), μέλλεις (1), γ᾽ (1), ἐμαυτῆς (1), σκοπῶ (1), με (3), λέγω (1), εἰδεῖτε (1), νῦν (2), σαφῶς (1), ἄθλια (1), πτωχεύσω (1), ὑπελθόντα (1), γὰρ (1), τοῦτόν (1), [μηδὲ] (1), ἀπόλλυμαι (1), εἰδέναι (1), οὐκ (1), ἐγὼ (1), σὺ (3), ἔμεγε (1), ἐγώ (2), γάρ (1), ἔγωγε (2), δρᾶν (1), κακοδαίμων (1), τίνα (1), τήμερον (1), τί (1), ἄγαμαι (1), σφόδρα (1), τἀμὰ (1), δρῶσαι (1), ἆρ᾽ (1), ὅτι (1), φημι (1), ἄνδρες (1), κοριάννοις (1), οὔκουν (1), οὐδέν (1), οἶδ᾽ (1), ἤκουσα (1), νυνὶ (1), πέτομαι (1), εὖ (2), κοὐκέτι (1), τουτογὶ (1), ὅτῳ (1), τίς (1), αἰβοῖ (1), ὅστις (1), τάλας (1), σ᾽ (1), μή (1), κάνθαρός (1), ὡς εἴμ᾽ (1), εἰμί (1), ἐσμὲν (1), πεφυκέναι (2), εἶμʼ (2), ἦν (1)
- Português : sou (1)
- Deutsch : ist (1)
- English : am (1)
- Latin : si (2), esse (1)
- : hom (1)
- Coptic : ⲡⲉ (1)
- Parthian_tr : ahēm (1)
- Español : soy (1)
- italiano : sono (3), son (3)