agreed
(English)
Frequency: 35
Translations:
- Ἑλληνική : ξυνέβησαν (1), συνθεμένου (1), συνθεμένους (1), ὁμολογούμενα (1), ὁμολογουμένου (1), ὁμολογῆσαι (1), κεῖνται (1), δίκαι᾽ (1), ξυγκείμενα (1), ξυγκείμενον (1), ὁμολογηθέντα (1), λέγουσιν (1), ὁμολογοῦντες (1), συνέφησεν (1), δοκοῦσιν (1), ὁμολογεῖται (1), λέγεσθαι (1), συνῄνεσε (1), κρίνεται (1), ὡμολογήθη (2), ὁμολογήσῃ (1), ὡμολογηκέναι (2), ὡμολόγουν (4)
- Latin : consentiunt (1), constitutam (1), venit (1), consentire (1)
- English : conspired (1), enters (1)
- български : определен (1)