acting (English)
Frequency: 31
Translations:
- Ἑλληνική : πράσσουσαν (1), πράττουσιν (1), ἐποιήσω (1), δικάζῃ (1), πράξεις (1), πράττειν (8), πράξει (1), ποιεῖν (2), ποιοῦντα (1), πράττοντα (1), πράττοι (1), πρᾶξαι (1), πράττῃ (1), ἐφ᾽ (1), πράττοντες (2), πράττει (1), ἔπραττον (1), ἐναντία (1)
- Latin : agendi (1), agere (1)
- Español : obrar (1)
- Deutsch : handelnd auftreten (1)