acquitted (English)
Frequency: 19
Translations:
- Ἑλληνική : ἐκτὸς (1), ἀποφεύξεται (1), σωθέντι (1), σωθήσομαι (1), ἀπέφυγον (2), ἀποφυγεῖν (1), ἀποφυγὼν (1), ἀπολύεται (1), ἀπολυσάντων (1), ἀπολυθείς (1), ἀπολύειν (1), ἀποφυγόντι (1), ἀποφυγών (1), ἀποφύγῃ (1), ἀποφεύγει (2), κἀπολέλυκεν (1), ἀπέφυγε (1)