acquittal (English)
Frequency: 16
Translations:
- Ἑλληνική : τοῦτ᾽ (1), προσῄει (1), σωθῆναι (1), ἀποφυγόντος (1), σῴζεσθαι (1), ἀπολύεσθαι (1), ἀποφυγεῖν (2), καταδοκεῖσθαι (1), πράγματι (1), ἀξιοῦτε (1), ἀποφεύξεσθαι (1), ἀπόφυξιν (1), ἀποφύγῃ (1), ἁνήρ (1), ἀπολύσας (1)