accused (English)
Frequency: 23
Translations:
- Ἑλληνική : αἰτίαν (5), γήρυμα (1), κατηγορουμένων (1), κατηγόρησαν (1), κατηγορεῖ (1), κατηγοροῦμαι (1), φεύγοντα (1), φεύγω (1), φευξούμενον (1), δίκην (2), κατηγόρει (1), φευγόντων (1), συνηγορικὸν (1), ἀπολογούμενον (1), κατείπασα (1)
- Latin : finxit (1)
- Español : inventó (1)
- English : by accusing (1)