Odyssey 10.274-306 Murray
Elias Eells /
- Created on 2019-04-06 18:10:09
- Modified on 2019-04-06 23:19:38
- Aligned by Elias Eells
Ἑλληνική Transliterate
English
ὣς εἰπὼν παρὰ νηὸς ἀνήιον ἠδὲ θαλάσσης .
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλον ἰὼν ἱερὰς ἀνὰ βήσσας
Κίρκης ἵξεσθαι πολυφαρμάκου ἐς μέγα δῶμα ,
ἔνθα μοι Ἑρμείας χρυσόρραπις ἀντεβόλησεν
ἐρχομένῳ πρὸς δῶμα , νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς ,
πρῶτον ὑπηνήτῃ , τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη :
ἔν τ᾽ ἄρα μοι φῦ χειρί , ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε :
πῇ δὴ αὖτ᾽ , ὦ δύστηνε , δι᾽ ἄκριας ἔρχεαι οἶος ,
χώρου ἄιδρις ἐών ; ἕταροι δέ τοι οἵδ᾽ ἐνὶ Κίρκης
ἔρχαται ὥς τε σύες πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες .
ἦ τοὺς λυσόμενος δεῦρ᾽ ἔρχεαι ; οὐδέ σέ φημι
αὐτὸν νοστήσειν , μενέεις δὲ σύ γ᾽ , ἔνθα περ ἄλλοι .
ἀλλ᾽ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω .
τῆ , τόδε φάρμακον ἐσθλὸν ἔχων ἐς δώματα Κίρκης
ἔρχευ , ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ .
πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης .
τεύξει τοι κυκεῶ , βαλέει δ᾽ ἐν φάρμακα σίτῳ .
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται : οὐ γὰρ ἐάσει
φάρμακον ἐσθλόν , ὅ τοι δώσω , ἐρέω δὲ ἕκαστα .
ὁππότε κεν Κίρκη σ᾽ ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ ,
δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
Κίρκῃ ἐπαῖξαι , ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων .
ἡ δέ σ᾽ ὑποδείσασα κελήσεται εὐνηθῆναι :
ἔνθα σὺ μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν ,
ὄφρα κέ τοι λύσῃ θ᾽ ἑτάρους αὐτόν τε κομίσσῃ :
ἀλλὰ κέλεσθαί μιν μακάρων μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι ,
μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο ,
μή σ᾽ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ .
ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον ἀργεϊφόντης
ἐκ γαίης ἐρύσας , καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε .
ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε , γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος :
μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί : χαλεπὸν δέ τ᾽ ὀρύσσειν
ἀνδράσι γε θνητοῖσι , θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλον ἰὼν ἱερὰς ἀνὰ βήσσας
Κίρκης ἵξεσθαι πολυφαρμάκου ἐς μέγα δῶμα ,
ἔνθα μοι Ἑρμείας χρυσόρραπις ἀντεβόλησεν
ἐρχομένῳ πρὸς δῶμα , νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς ,
πρῶτον ὑπηνήτῃ , τοῦ περ χαριεστάτη ἥβη :
ἔν τ᾽ ἄρα μοι φῦ χειρί , ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε :
πῇ δὴ αὖτ᾽ , ὦ δύστηνε , δι᾽ ἄκριας ἔρχεαι οἶος ,
χώρου ἄιδρις ἐών ; ἕταροι δέ τοι οἵδ᾽ ἐνὶ Κίρκης
ἔρχαται ὥς τε σύες πυκινοὺς κευθμῶνας ἔχοντες .
ἦ τοὺς λυσόμενος δεῦρ᾽ ἔρχεαι ; οὐδέ σέ φημι
αὐτὸν νοστήσειν , μενέεις δὲ σύ γ᾽ , ἔνθα περ ἄλλοι .
ἀλλ᾽ ἄγε δή σε κακῶν ἐκλύσομαι ἠδὲ σαώσω .
τῆ , τόδε φάρμακον ἐσθλὸν ἔχων ἐς δώματα Κίρκης
ἔρχευ , ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ .
πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια δήνεα Κίρκης .
τεύξει τοι κυκεῶ , βαλέει δ᾽ ἐν φάρμακα σίτῳ .
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται : οὐ γὰρ ἐάσει
φάρμακον ἐσθλόν , ὅ τοι δώσω , ἐρέω δὲ ἕκαστα .
ὁππότε κεν Κίρκη σ᾽ ἐλάσῃ περιμήκεϊ ῥάβδῳ ,
δὴ τότε σὺ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
Κίρκῃ ἐπαῖξαι , ὥς τε κτάμεναι μενεαίνων .
ἡ δέ σ᾽ ὑποδείσασα κελήσεται εὐνηθῆναι :
ἔνθα σὺ μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπανήνασθαι θεοῦ εὐνήν ,
ὄφρα κέ τοι λύσῃ θ᾽ ἑτάρους αὐτόν τε κομίσσῃ :
ἀλλὰ κέλεσθαί μιν μακάρων μέγαν ὅρκον ὀμόσσαι ,
μή τί τοι αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο ,
μή σ᾽ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θήῃ .
ὣς ἄρα φωνήσας πόρε φάρμακον ἀργεϊφόντης
ἐκ γαίης ἐρύσας , καί μοι φύσιν αὐτοῦ ἔδειξε .
ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε , γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος :
μῶλυ δέ μιν καλέουσι θεοί : χαλεπὸν δέ τ᾽ ὀρύσσειν
ἀνδράσι γε θνητοῖσι , θεοὶ δέ τε πάντα δύνανται
So
saying
,
I
went
up
from
the
ship
and
the
sea
.
But
when
,
as
I
went
through
the
sacred
glades
,
I
was
about
to
come
to
the
great
house
of
the
sorceress
,
Circe
,
then
Hermes
,
of
the
golden
wand
,
met
me
as
I
went
toward
the
house
,
in
the
likeness
of
a
young
man
with
the
first
down
upon
his
lip
,
in
whom
the
charm
of
youth
is
fairest
.
[
280
]
He
clasped
my
hand
,
and
spoke
,
and
addressed
me
:
"
‘Whither
now
again
,
hapless
man
,
dost
thou
go
alone
through
the
hills
,
knowing
naught
of
the
country
?
Lo
,
thy
comrades
yonder
in
the
house
of
Circe
are
penned
like
swine
in
close-barred
sties
.
And
art
thou
come
to
release
them
?
Nay
,
I
tell
thee
,
thou
shalt
not
thyself
return
,
but
shalt
remain
there
with
the
others
.
But
come
,
I
will
free
thee
from
harm
,
and
save
thee
.
Here
,
take
this
potent
herb
,
and
go
to
the
house
of
Circe
,
and
it
shall
ward
off
from
thy
head
the
evil
day
.
And
I
will
tell
thee
all
the
baneful
wiles
of
Circe
.
She
will
mix
thee
a
potion
,
and
cast
drugs
into
the
food
;
but
even
so
she
shall
not
be
able
to
bewitch
thee
,
for
the
potent
herb
that
I
shall
give
thee
will
not
suffer
it
.
And
I
will
tell
thee
all
.
When
Circe
shall
smite
thee
with
her
long
wand
,
then
do
thou
draw
thy
sharp
sword
from
beside
thy
thigh
,
and
rush
upon
Circe
,
as
though
thou
wouldst
slay
her
.
And
she
will
be
seized
with
fear
,
and
will
bid
thee
lie
with
her
.
Then
do
not
thou
thereafter
refuse
the
couch
of
the
goddess
,
that
she
may
set
free
thy
comrades
,
and
give
entertainment
to
thee
.
But
bid
her
swear
a
great
oath
by
the
blessed
gods
,
that
she
will
not
plot
against
thee
any
fresh
mischief
to
thy
hurt
,
lest
when
she
has
thee
stripped
she
may
render
thee
a
weakling
and
unmanned
.
’So
saying
,
Argeiphontes
gave
me
the
herb
,
drawing
it
from
the
ground
,
and
showed
me
its
nature
.
At
the
root
it
was
black
,
but
its
flower
was
like
milk
.
Moly
the
gods
call
it
,
and
it
is
hard
for
mortal
men
to
dig
;
but
with
the
gods
all
things
are
possible
.